Γλωσσολόγος

linguist (Αγγλική)

  1. Έννοια
  2. Ελληνικά
    • Ένας γλωσσολόγος είναι ένας ακαδημαϊκός που μελετά την ανθρώπινη γλώσσα επιστημονικά.

      Wikipedia