Ακαδημαϊκός

Academic (Αγγλική)

  1. Έννοια
  2. Ελληνικά
    • Μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας, δηλαδή πανεπιστημιακός ερευνητής ή καθηγητής ακαδημαϊκός πολίτης

      Βικιλεξικό