- Πρόσωπο
- Αποστολίδης, Πέτρος Κ. [Ψευδώνυμο] (Ελληνική)
- male
- 1866 [Δεν γνωρίζουμε παραπάνω πληροφορίες]
- Mariupol
- 28 Νοεμβρίου 1937
- Αθήνα
- Ρώσος
- Δημοσιογράφος
- Ελληνικά
-
-
Με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Παύλος Νιρβάνας είναι γνωστός ο λογοτέχνης Πέτρος Κ. Αποστολίδης. Ο πατέρας του, έμπορος Κωνσταντίνος Αποστόλου Κουμιώτης, ήταν από τη Σκόπελο και η μητέρα του, Μαριέττα Ιωάννου Ράλλη, από τη Χίο. Γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία) το 1866 και πέθανε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1937.
⟶ Wikipedia
-
-
- nr88002712 ⟶ Nirvanas, Paulos
-
- au.25643 ⟶ Νιρβάνας Παύλος 1866-1937
-
- Q996005 ⟶ Pavlos Nirbanas
-
- 100312286 ⟶ Nirvanas, Pavlos, 1866-1937
-
-
Ο Παύλος Νιρβάνας εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και δημοσίευσε πολλά χρονογραφήματα σε εφημερίδες. Διατηρούσε στενούς δεσμούς με αρκετούς λογοτέχνες της εποχής του και συνέβαλε στην ανάδειξη νεότερων λογοτεχνών π.χ. Ιωάννης Κονδυλάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Νίκος Καββαδίας. Τον συνέδεε αδελφική φιλία με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Λογοτεχνικά, τοποθετείται στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Επηρεάζεται από τον αισθητισμό και το συμβολισμό, καθώς και από το φιλόσοφο Νίτσε. Η πεζογραφία του διέπεται από ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ γλωσσικά ξεκίνησε από καθαρεύουσα και κατέληξε στη δημοτική γλώσσα. Ο Τέλλος Άγρας έγραψε πως "η ηθογραφία του είναι τραγική και αποκλίνει προς το ζωηρό λυρισμό, όταν δεν τρέπεται προς τον πραγματικό σαρκασμό", ενώ ο Κώστας Ουράνης ανέφερε πως "ακόμη και το χιούμορ του το χρησιμοποιεί για να προκαλέσει μειδίαμα και όχι για να καυτηριάσει.
Υπήρξε φίλος με τον Λευκαδίτη ζωγράφο Απόστολο Χαμοσφακίδη, στον οποίο προσέδωσε το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό ψευδώνυμο "Λευκάδιος".
Το 1923, βραβεύτηκε για το λογοτεχνικό του έργο με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο Μαρούσι το 1937.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1884, όταν εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή και άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα στις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολη και από το 1905 στην Εστία με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος. Πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού Αθήναι.
Ασχολήθηκε με πολλά είδη γραπτού λόγου, όπως διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα, δράματα, κριτικές μελέτες, δοκίμια, θεατρικά έργα, χρονογραφήματα και τη «Γλωσσική Αυτοβιογραφία», ενώ ασχολήθηκε και με τη μετάφραση.
Ένα από τα χρονογραφήματά του, το Η βιβλιοφιλία των Ελλήνων ή πόνος ψυχής πρωτοδημοσιεύτηκε στη εφημερίδα «Εστία» το 1950 και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα για τους μαθητές των τότε Γυμνασίων.
⟶ Wikipedia -
Στα πέντε βασικά χρόνια της δραματουργίας του (1907–1911), έγραψε τέσσερα τρίπρακτα δράματα (Αρχιτέκτων Μάρθας, Μαρία Πενταγιώτισσα, Χελιδόνι, Όταν σπάση τα δεσμά του) επηρεασμένα από την ιψενική–νιτσεϊκή φιλοσοφία αλλά και το κίνημα του συμβολισμού–αισθητισμού, διαμορφώνοντας ένα νέο τύπο δράματος που συνδυάζει ρεαλισμό και ποιητικότητα. Έγραψε ακόμα μια τρίπρακτη κωμωδία (Ελιξίριον νεότητος, 1911) και μετέγραψε το αστυνομικό, σατιρικό, μυθιστόρημά του, Έγκλημα του Ψυχικού (1936), σε κωμωδία. Όλα τα έργα του παίχθηκαν από τους πιο γνωστούς θιάσους της εποχής εκτός από το τελευταίο. Έγραψε ακόμα «θεατρόμορφους διαλόγους», οι οποίοι, αν και δεν είχαν καμιά παραστασιακή πρόθεση, διαθέτουν γνωρίσματα δράματος και επομένως μπορούν να θεωρηθούν δυνάμει θεατρικά κείμενα. Σημειώνουμε επίσης τη συγγραφή δύο σεναρίων ταινιών, τη βουκολική Αστέρω και την επικαιρική Μπόρα. Μετέφρασε τον Τορκουεμάδα του Victor Hugo, καθώς και περιορισμένα αποσπάσματα από τον Ρουί Βλας του ίδιου, την Άμφισσα του Leonid Adreyev και τον Αετιδέα του Rostand, που όλα δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής. Με τη μετάφραση ασχολήθηκε όμως και σε θεωρητικό επίπεδο, προβάλλοντας την καλλιέργεια του κοινού, όταν αυτή αφορά κλασικά έργα, τον εμπλουτισμό της γλώσσας υποδοχής, και την προσπάθεια που πρέπει να κάνει ο μεταφραστής για να αποδώσει όχι μόνο το νόημα αλλά και το ύφος του πρωτοτύπου. Ως κριτικός–θεωρητικός του θεάτρου εξέφρασε απόψεις και θέσεις που ήταν σύμφωνες με το όραμα για τη δημιουργία «καλλιτεχνικού» θεάτρου, με πρώτο στόχο την «αισθητική απόλαυση» του κοινού και με απώτερο σκοπό την πνευματική του καλλιέργεια. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού θεωρούσε απαραίτητη τη διάκριση των θεάτρων σε ελαφρά και σοβαρά και την ίδρυση Εθνικού Θεάτρου. Συνυφασμένη με τη θεωρία του για το θέατρο παρουσιάζεται και η κριτική του θεωρία. Πίστευε ότι ο θεατρικός κριτικός πρέπει να είναι απόλυτα καταρτισμένος, με γνώσεις θεωρητικές και πρακτικές, και η κριτική του να αποσκοπεί όχι στη διόρθωση των ηθοποιών αλλά στην καλλιέργεια του κοινού, γιατί η κριτική δεν πρέπει να παρεμβαίνει στη δημιουργία της τέχνης οριοθετώντας τη σε κανόνες. Η θεωρία του για το θέατρο και την κριτική ήταν εντελώς σύμφωνη με την πρακτική της κριτικής του, η οποία εστίασε στην ανάδειξη των σοβαρών δραμάτων και στην υποβάθμιση των ελαφρών θεαμάτων και επιθεωρήσεων, στην επιβράβευση της «φυσικότητας» των ηθοποιών, στην εξάσκηση των ηθοποιών με τις πρόβες, στο ταλέντο που συνοδεύεται από πρακτική άσκηση. Όσον αφορά στις θέσεις του για ζητήματα εποχής, όπως ήταν «πολιτική–θέατρο», «γυναικείο ζήτημα –θέατρο», «δράμα– θέατρο», «μετάφραση και παράσταση αρχαίων δραμάτων» κ.ά. ακολούθησε τη «μέση οδό», δηλαδή νέες ιδέες που όμως δεν δημιουργούσαν ρήξεις. Τέλος, ως λόγιος με θεατρική δράση, ανέλαβε ρόλο κριτή σε διάφορους δραματικούς διαγωνισμούς (Αβερώφειο, Λαμπίκειο, Χωρέμειο), αλλά, κυρίως, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, αρχικά με άρθρα του στον τύπο και αργότερα, ως μέλος της Εκτελεστικής και Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού.
⟶ Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών
-